- εξιλέωμα
- το умилостивительная жертва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιλέωμα — το (Α ἐξιλέωμα) [εξιλεώνω] εξίλασμα … Dictionary of Greek
εξιλέωμα — το, ατος ό,τι προσφέρεται για εξιλέωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξιλεώμασιν — ἐξιλέωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιλεώματα — ἐξιλέωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)